- ὑπεξαπτόμενος
- ὑπό-ἐξάπτωfasten frompres part mp masc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεξάπτω — Α [ἐξάπτω] εξάπτω λίγο ή κρυφά («ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ οἴνου... ὑπεξαπτόμενος ἐγίνετο φονικώτερος», Αιλ.) … Dictionary of Greek